- πιράνχας
- το, Νζωολ. κοινή ονομασία διαφόρων ειδών σαρκοφάγων ψαριών τής οικογένειας characidae, πασίγνωστων για την αδηφαγία και την αγριότητά τους, που αφθονούν στους ποταμούς τής ανατολικής και κεντρικής Νότιας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. Πορτογαλ. piranha].
Dictionary of Greek. 2013.